- ανταλαζονεύομαι
- ἀνταλαζονεύομαι (Μ)καυχησιολογώ με τη σειρά μου απαντώντας στις καυχησιές άλλου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνταλαζονευσάμενος — ἀνταλαζονεύομαι boast in reply aor part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνταλαζονεύεται — ἀνταλαζονεύομαι boast in reply pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)